πιρόγα — Υποτυπώδες σκάφος, διάφορων τύπων, που κινείται γενικά με κουπιά και χρησιμοποιείται έως σήμερα από μη τεχνολογικά εξελιγμένους πληθυσμούς, προπάντων στα αρχιπελάγη του Ειρηνικού και Iνδικού ωκεανού. Στις απλούστερες μορφές της, η π.… … Dictionary of Greek
πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… … Dictionary of Greek
γαΐτα — η 1. μικρό μονόξυλο 2. μικρό αλιευτικό ιστιοφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς από το ιταλ. gavetta «είδος στρατιωτικής καραβάνας που χρησιμοποιούν οι ναύτες για φαγητό»] … Dictionary of Greek
διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα … Dictionary of Greek
κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… … Dictionary of Greek
μονόξυλος — η, ο (ΑΜ μονόξυλος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν) τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σκαφίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναύτης που ασχολείται με τις μετακινήσεις τής σκάφης, τής μικρής βάρκας 2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο χταπόδι, το καλαμάρι και τον… … Dictionary of Greek
κανόε — Στενόμακρο μονόξυλο σκάφος, σκαμμένο σε κορμό δέντρου, με όμοια πλώρη και πρύμνη. Αποτελεί ένα από τα πιο παλιά πλωτά μέσα που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αλλά χρησιμοποιείται ακόμα από τους ιθαγενείς της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής… … Dictionary of Greek
κανό — το (λ. γαλλ.), άκλ., ακάτιο κωπήλατο ή ιστιοφόρο, μονόξυλο: Σε πολλές χώρες κάνουν αγώνες μετα κανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)